- γραφολόγος
- ο, ηο ειδικός στη γραφολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γραφολόγος — ο αυτός που έχει ειδικευθεί στην, ή ασχολείται με τη, γραφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο τής Ελληνικής πρβλ. αγγλ. graphologist < graphology (πρβλ. γραφολογία). Η λ. γραφολόγοι πληθ. μαρτυρείται το 1886 από τον Ξενοφάνη στο περιοδικό Εστία] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
γραφογνώμονας — ο ο γραφολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + γνώμων ( ονας). Η λ. γραφογνώμονες πληθ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek